ενεγκείν

ενεγκείν
ἐνεγκεῑν (Α)
απρμφ. αόρ. τού φέρω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok- (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν-ήνοχ-α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που μαρτυρείται παράλληλα προς την αρχική (πρβλ. αλκ-, στο αλ-αλκ-είν, και αλεξ- < αλεκ-σ-) απαντά μόνο στον αναδιπλασιασμένο αόρ. εν-εγκ-είν (πρβλ. αλ-αλκ-είν), που λειτουργεί ως αόριστος τού φέρω, μολονότι κατ' άλλους το εν θεωρήθηκε πρόθεση. Από συμφυρμό τών εγκ- και ενεκ- προκύπτει θ. ενεγκ- που απαντά στον τ. εν-ήνεγκ-ται. Τέλος, οι ονοματικοί τύποι σε -ηνεκές (πρβλ. δουρ-ηνεκής, ποδ-ηνεκής) εμφανίζουν πιθ. θ. ενεκ-, ενώ το -η- οφείλεται σε επίδραση τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ομ-ώνυμος). Αν οι μονοσύλλαβες ρίζες *enk-, *onk-, *nek-, *nok- είναι μεταπτωτικές βαθμίδες τής αρχικής δισύλλαβης *enek-, οι ελληνικοί τύποι μπορούν να συνδεθούν με αντίστοιχους άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. παρακμ. ān-amśa, αρχ. ινδ. t-ān-ac, «ήρθα», λιθ. neš-u, αρχ. σλαβ. nes-ο «φέρνω», αρχ. ινδ. naśati, γοτθ. ga-nah «αρκεί», αλλά και λατ. nancior)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐνεγκεῖν — φέρω fero aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • несу — нести, укр. нести, др. русск., ст. слав. нести, несѫ φέρειν, ἐκκομίζειν, болг. неса, сербохорв. нѐсе̑м, нѐсти, словен. nesti, nesem, чеш. nesti, nesu, слвц. niеst᾽, nesiem, польск. niesc, niosę, в. луж. nesc, н. луж. nasc. Родственно лит.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • нѣсмь — НѢСМЬ, НѢСИ, НѢ(СТЬ) и т. д. (нѣсмь2000) гл. 1. Формы наст. врем. гл. быти с отрицанием. Не быть, не находиться: мы... ѹже нѣсмы подъ закономъ. но подъ блг(д)тию. КР 1284, 212в; что ищете живаго съ мр҃твми: нѣ(с) сдѣ КТур XII сп. XIV, 13; || не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нѣси — НѢСМЬ, НѢСИ, НѢ(СТЬ) и т. д. (нѣси2000) гл. 1. Формы наст. врем. гл. быти с отрицанием. Не быть, не находиться: мы... ѹже нѣсмы подъ закономъ. но подъ блг(д)тию. КР 1284, 212в; что ищете живаго съ мр҃твми: нѣ(с) сдѣ КТур XII сп. XIV, 13; || не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нѣ(сть) — НѢСМЬ, НѢСИ, НѢ(СТЬ) и т. д. (нѣ(сть)2000) гл. 1. Формы наст. врем. гл. быти с отрицанием. Не быть, не находиться: мы... ѹже нѣсмы подъ закономъ. но подъ блг(д)тию. КР 1284, 212в; что ищете живаго съ мр҃твми: нѣ(с) сдѣ КТур XII сп. XIV, 13; || не …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • διηνεκής — ές (AM διηνεκής, ές) (για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός αρχ. 1. συνεχής, αδιάκοπος 2. «εις το διηνεκές» για πάντα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως συνεχώς, ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ …   Dictionary of Greek

  • επενεκτέος — ἐπενεκτέος, α, ον (AM) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προσθέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο σε τέος τού ρ. επιφέρω από το θέμα ενεγκ τού αορίστου: ήνεγκον, ενεγκείν*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”